Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

I tell you we must die





Το είχε προ πολλού υποψιαστεί: η διάψευση ήταν μια διαδικασία προοδευτική.
Θα πεθάνω, είχε σκεφτεί, με όλη την ηδονή της γελοιότητας μιας τέτοιας προφανέστατης υπερβολής –που δεν έπαυε, ωστόσο, να φαντάζει ως η πλέον πιθανή εκδοχή συνεπειών.
Ασφαλώς δεν απεβίωσε. θα όφειλε, μάλιστα, να παραδεχτεί πως δεν είχε καν προσπαθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Τουναντίον, συνέχιζε να τρέφεται (στοιχειωδώς, έστω), να καπνίζει (σαφώς περισσότερο), να κοιμάται (έναν ύπνο άσπρο, δίχως όνειρα, μ’ αυτό ήταν κάτι με το οποίο είχε από καιρό συμβιβαστεί).
Εξακολουθούσε πάντως κατά διαστήματα να εκπλήσσεται, και μάλιστα σε στιγμές καθ’ όλα ανύποπτες, κατεβαίνοντας τις σκάλες στη δουλειά επί παραδείγματι, κι ακούγοντας το χτύπο των καινούριων τακουνιών της να την ακολουθεί σαν επίμονο αδέσποτο, επιβεβαιώνοντας την παρουσία της στο κλιμακοστάσιο, μα έπρεπε να έχω πεθάνει, σκεφτόταν, με κάποια ανακούφιση είναι η αλήθεια –που ήταν ακόμη ζωντανή, ή που συνειδητοποιούσε πως δεν θα ’πρεπε να είναι, δεν μπορούσε ν’ αποφανθεί επ’ αυτού.
Κι επέμενε να καταφεύγει σ’ ερωταποκρίσεις ανώδυνες το κατά δύναμιν, είσαι καλά, όχι, βέβαια, παίρνεις τα φάρμακά σου, την άλλη βδομάδα, θέλεις κάτι να στείλω, καλά είμαι, μέχρι το πέρας της εκάστοτε τρομερής συνδιάλεξης, άκουγε τη γραμμή να κλείνει κι εκπλησσόταν πάλι με το παράλογο της όλης υποθέσεως, να ξέρει πως θα έπρεπε να πεθάνει, προσωρινά έστω, εκτάκτως, διακεκομμένα, ως το επόμενο τηλεφώνημα τουλάχιστον και την εκ νέου έναρξη της αγωνίας.
Υπέθετε βάσιμα πως, στην πορεία, θα συμβιβαζόταν πλήρως με την ιδέα της παράδοξης αυτής επιβίωσης, θα ήταν ευγνώμων ίσως για την ανέλπιστη ελαστικότητα της οδύνης, το αυτοβούλως επιμηκυνόμενο κενό που κάλυπτε μ’ επιτυχία τερατώδεις χιλιομετρικές αποστάσεις, την αδυναμία των οφθαλμών της ν’ απορρίψουν τη θέαση του ακρωτηριασμένου τοπίου.
Κι ήταν έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, ν’ αρνηθεί κατηγορηματικά πως σκοπίμως απέφευγε το μεγάλο καθρέφτη του διαδρόμου.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών




Η πιο περίπλοκη πλευρά του θέματος ήταν, εν τέλει, τα αντικείμενα.
Πράγματα που έπρεπε να μαζευτούν στο όριο της εξαντλήσεως του όποιου διαθέσιμου χρόνου, διεκδικώντας μια περισσότερο ή λιγότερο τρομακτική εκδοχή πιθανής χρησιμότητας (παραπεμπτικά, εσώρουχα, το βιβλιάριο υγείας, το κουτί της αντιβίωσης με το ανεπίδεκτο αποστηθίσεως όνομα, το σπρέι των εισπνοών για το ενδεχόμενο μιας καθ’οδόν επιδείνωσης), ανάκατα, μέσα σε κακόγουστες τσάντες που επιστρατεύονταν εκτάκτως, ατάκτως ερριμμένα στο πορτ-μπαγκάζ υπό το κράτος της γενικής αναστάτωσης, μισή περίπου ώρα προ της πανηγυρικής επελάσεως του νέου έτους, με το συγκεχυμένο σάουντρακ των τελευταίων υπενθυμίσεων όσων θα έμεναν στο σπίτι, το χαρτί του φρουραρχείου το πήρες, την ακτινογραφία μην ξεχάσετε, το πορτοφόλι σου, φράσεις που προσπαθούσαν μάταια να τρυπώσουν στο αυτοκίνητο ενώ οι πόρτες έκλειναν ήδη με το βρόντο του πανικού, εναερίως διαμελίζοντας ρήματα και ανώφελα σημεία στίξεως.
Υπήρχαν, ασφαλώς, οι εσωτερικές παραινέσεις προς εαυτόν, να θυμηθώ, να θυμάμαι, (όσα θα έπρεπε σύντομα να ειπωθούν, τις ώρες λήψης των διαφόρων φαρμάκων, την αλλεργία στην ασπιρίνη, τα ιλιγγιώδη ύψη του υδράργυρου), να μην ξεχάσω, να μην ξεχάσω, να μην ξεχάσω, να μην τα πω λάθος, να μην τρέμω, πρωτίστως, να μην καταρρεύσω.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, το αμφιβόλου προελεύσεως ουίσκι, κατεβασμένο μονορούφι μισό λεπτό πριν από την έξοδο, κατά κάποιο τρόπο βοηθούσε. Έπρεπε να είχα βάλει δύο.
Από το αυτοκίνητο φαίνονταν τα πυροτεχνήματα. Να μην ξεχάσω, να μην τα μπλέξω, πρωτίστως, να μην τρέμω.
Πέρασαν με τέσσερα κόκκινα.
Έπρεπε να είχα βάλει δύο.
Τέσσερα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, θα έτρεμε τελικά, ωστόσο δεν θα ξεχνούσε. Θα ενημέρωνε τον αιφνιδιασμένο γιατρό της εφημερίας με τερατώδη ακρίβεια, καταφέρνοντας να ακουστεί πάνω από τα ελαφρολαϊκά που σηματοδοτούσαν, παρά την ιδιαιτερότητα του χώρου, την αλλαγή του χρόνου, παραμερίζοντας τις μακιγιαρισμένες νοσοκόμες που εύχονταν θορυβωδώς στα κινητά τους καλή χρονιά σε ξαδέρφες, γκόμενους και μανάδες, θα παρέδιδε σωστά όλα τα απαραίτητα ιατρικού και γραφειοκρατικού ενδιαφέροντος έγγραφα, θ’ απαγκιστρωνόταν αξιοπρεπώς από το χακί μπουφάν όταν ο γιατρός τής έλεγε πρέπει να περάσετε έξω.
Πρωτίστως, δεν θα κατέρρεε.
Και θα περίμενε υπομονετικά στο διάδρομο κάτι λιγότερο από μιαν αιωνιότητα, παρέα πάντοτε με τα άγαρμπα πακεταρισμένα αντικείμενα, τα μισά εκ των οποίων θα μάθαινε αργότερα πως δεν προβλέπονται, νιώθοντας με τετραπλασιασμένες εντάσεις τους ορούς και τις σύριγγες που τρυπούσαν τους λευκούς βραχίονες έναν διάδρομο πιο μέσα, τη δυσλειτουργία των πνευμόνων, το παραλήρημα του πυρετού σ’ ένα σώμα που, για λόγους εντελώς τεχνικούς, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κατά κυριολεξία δικό της.
Ευτυχώς δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πως, ελλείψει νομικού δεσμού γάμου, δεν θα μπορούσε καν να πει είναι ο άντρας μου.