Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

imperfections



Εντάξει, είμαι τελειομανής. Από τη φύση μου, τι να πω –μάλλον το έχει το ζώδιο. Είμαι ακριβώς αυτή η μαλακισμένη κατηγορία ανθρώπου που μπορεί ας πούμε να κάνει ένα καταπληκτικό τραπέζι με είκοσι τέλεια φαγητά, να φάνε όλοι μέχρι σκασμού και να λένε γεια στα χέρια σου, κι επειδή έκαψε και τρία από τα εκατό κεφτεδάκια, αν τον ρωτήσεις πώς πήγε το τραπέζι αυτό μόνο θα σου πει, «χάλια, έκαψα τα κεφτεδάκια». Κι όχι μόνο θα το πει, αλλά θα το σκέφτεται και δέκα μέρες μετά –ότι απέτυχε, ρεζιλεύτηκε και ξεφτιλίστηκε ως οικοδεσπότης, κι έδωσε δικαίωμα να πούνε ότι δεν μπορεί να τηγανίσει ένα κεφτέ.

Γελάτε; Τραστ μι, δεν έχει καθόλου πλάκα. Το σύνδρομο καμένο κεφτεδάκι (όπως το ονομάζω βάσει της αυτοσχέδιας κωδικοποίησης των διαφόρων νευρώσεών μου, άκρως απαραίτητης για να βγάζω μια στοιχειώδη έστω ψυχαναλυτική άκρη στις νηφάλιες στιγμές μου) είναι, όπως και να το κάνουμε, κομματάκι βάρβαρο. Εξαντλητικό, εξοντωτικό, ανθρωποβόρο, πώς το λένε; Και –το χειρότερο– εξόχως σπαστικό για τους άλλους ανθρώπους γύρω σου. Οι οποίοι πρέπει να σε υπομείνουν όσο γκρινιάζεις αυτομαστιγωνόμενη ή, ακόμα κι αν καταφέρεις να το βουλώσεις, να τρώνε στη μάπα το άκρως μελοδραραματικό αφήστε-με-τώρα-είμαι-μια-αποτυχία-και-μου-αξίζει-να-υποφέρω ύφος σου, για όση ώρα πάρει μέχρι να σου περάσει (και συνήθως παίρνει πολλή). Εννοείται, δε, ότι κατά καιρούς αυτομαστιγώνεσαι και για το ίδιο το γεγονός της περιοδικής αυτομαστίγωσής σου (διότι συνειδητοποιείς φυσικά πόσο νοσηρή και ενοχλητική είναι ενίοτε η στάση σου προς τη ζωή, και νιώθεις ένα περιφερόμενο ελάττωμα και γι’ αυτό).

Αν, τώρα, με φαντάζεστε σαν κανένα κακόμοιρο πλάσμα τίγκα στην ανασφάλεια και τη μιζέρια, πέσατε έξω. Όσοι ομοιοπαθείς αναγνωρίζετε τον εαυτό σας στην ανωτέρω περιγραφή, θα ξέρετε πολύ καλά ότι, όση ώρα δεν αυτομαστιγωνόμαστε, οι κύριοι και κυρίες γουόνα-μπι-Πέρφεκτ σφύζουμε από αχαλίνωτη αυτοπεποίθηση (μιλάμε για καλάμι τρία μέτρα τουλάχιστον). Είμαστε θεοί. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ο κόσμος εξακολουθεί να περιστρέφεται μόνο και μόνο επειδή εμείς του ρίχνουμε καμιά σκουντιά πού και πού. Είμαστε υπέροχοι, ικανότατοι, σούπερ ενδιαφέροντες, αναντικατάστατοι, γαμώ τα παιδιά. Φτύστε μας –να μη μας ματιάξετε.

Μοιραία, το σύνδρομο της τελειότητας βαραίνει όλο και περισσότερο στους ώμους σου καθώς πολλαπλασιάζονται οι ρόλοι. Στα εφτά, ας πούμε, αρκούσε απλώς να είμαι η καλύτερη μαθήτρια (όχι καλή, όχι πολύ καλή, όχι άριστη, αλλά η καλύτερη της τάξης, και της δίπλα τάξης, και της παραδίπλα αν ήταν δυνατόν, σε σημείο αν έκανα ποτέ τίποτα λάθος να αναστατώνονται οι δάσκαλοι ότι είμαι άρρωστη ή ότι ζω καμιά αιφνίδια οικογενειακή τραγωδία). Στα δεκατρία, μαζί με το αριστείο των τριών τμημάτων, έπρεπε να είμαι και γκόμενα. Στα δεκάξι, και ερωμένη. Στα δεκαεφτά, να αριστεύσω στις Πανελλαδικές, να μπω Νομική Αθήνας συγκεκριμένα (ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν αποτυχία), ταυτοχρόνως δε να είμαι η τέλεια πωλήτρια-γλάστρα για να βγάζω τα καλσόν και τα τσιγάρα μου. Τα επόμενα δέκα χρόνια (σωρευτικά, ανάκατα και εν συντομία): να περιφέρομαι τέλεια επί δέκα ώρες πάνω σε δωδεκάποντα· να φτιάχνω τέλειο μουσακά και σπιτικά κουλουράκια· να μπω στην «τέλεια» (δεδομένων των προοπτικών που είχα) δουλειά, διαβάζοντας επί δύο χρόνια σα φρενοβλαβής· να σκαρφαλώνω τέλεια μάντρες και κάγκελα, με τα δωδεκάποντα στα δόντια και τη φούστα φιόγκο, για να ακολουθήσω τους κάφρους στο άλσος/πάρκο/ρεματιά/ραχούλα/βράχο που θα αράζαμε στις τρεις το πρωί να πιούμε ένα κασόνι μπύρες· να αποσύρομαι με τέλειο δεντρεχειτίποτα ύφος, πάντα με τα δωδεκάποντα στα δόντια, για να επιστρέψω στη φύση μέρος της ανωτέρω μπύρας, έρποντας σχεδόν μέσα σε θάμνους/δέντρα/τσουκνίδες/βράχους, με κίνδυνο να με φάνε/δαγκώσουν/τσιμπήσουν τυχόν σκύλοι/φίδια/αράχνες/βατράχια ή να με βιάσει κανένας περιφερόμενος ανώμαλος (ενώ οι κάφροι την πετούσαν έξω για να κατουρήσουν με πλήρη ασφάλεια και άνεση τα γειτονικά δεντράκια, γιατί όλοι άντρες είμαστε σ’ αυτήν την παρέα και δεντρεχειτίποτα)· να (προσπαθώ να) αποκτήσω το τέλειο μπούτι παρά την ανωτέρω μπύρα· να τελειώσω πρώτη τη δεύτερη σχολή· να κάνω την πεθερά μου να με λατρέψει· να επιβιώσω της καψούρας μου· να μην αυτοκτονήσω κάπου στο ενδιάμεσο. Εσχάτως (και μαζί με όλα τα προηγούμενα): να μάθω να κάνω το σπίτι να αστράφτει σε χρόνο ντετέ, για να μου μένει χρόνος για α)την καλλιέργεια του πνεύματός μου, β)το βάψιμο των νυχιών μου, γ)την παρασκευή νέων ειδών τέλειων σπιτικών κουλουρακίων και πρωτίστως δ)το αγαπημένο μου σπορ εκστατική ενατένιση του μωρού. Α, και να κοιμάμαι εννοείται στο μεταξύ για να μη με βλέπει το μωρό με μαύρους κύκλους.

Εννοείται, ασφαλώς, ότι στα διαλείμματα της παράνοιάς μου φθονώ θανάσιμα τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους, που δεν νιώθουν ότι έχουν διαπράξει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας επειδή το πάτωμά τους έχει δυο τρίχες, και που μπορούν να εμφανιστούν μια φορά με τζην και πουλόβερ στους συναδέλφους/φίλους/γνωστούς τους χωρίς να ερωτηθούν (καλοπροαίρετα, βέβαια) αν είναι άρρωστοι, ή να παραγγείλουν σουβλάκια χωρίς φρικτές τύψεις επειδή δεν πρόλαβαν να μαγειρέψουν δύο φαγητά στη φανταστρουμφική χύτρα τους γυρνώντας από τη δουλειά. Και που δεν υποφέρουν καθημερινά στην ιδέα ότι δεν είναι οι Pussycat Dolls (και οι έξι, ή όσες είναι τέλος πάντων) για να μην πλήξει ποτέ το μωρό που τους παντρεύτηκε.

Εννοείται, επίσης, ότι το κυνήγι της τελειότητας από μέρους μου είναι μια απελπισμένη μάχη με ανεμόμυλους. Ξεψαρώστε, δεν είμαι τόσο καταπληκτική γκόμενα. Ούτε φυσική καλλονή, ούτε η Βέφα Αλεξιάδου, ούτε η Chasey Lain, ούτε καν ο Iggy Pop. Απλώς, προσπαθώ. Να βλέπομαι στοιχειωδώς, να μαγειρεύω υποφερτά, να έχω ένα ανθρωπινό σπίτι, να έχει κάποιο νόημα το ότι αναπνέω, τέτοια πράματα.

Το θέμα, τώρα, είναι ότι και τα τέρατα σαν την πάρτη μου κάποτε κινδυνεύουν, πώς το λένε, να κλατάρουν. Και τότε επαναστατούν, διεκδικώντας με πάθος αλλοτινής σουφραζέτας το (αυτονόητο, μάλλον) δικαίωμά τους στο καμένο κεφτεδάκι. Εμένα, συγκεκριμένα, δε μου βγήκε με κεφτεδάκι ακριβώς, αλλά με γατί.

Τώρα ξέρω, σας μπέρδεψα. Πλιζ αλάου μι του εξπλέιν. Έχω ένα θέμα με τις γάτες. Μεγάλωσα με λεφούσια γάτες από τα εννιά μου περίπου, με ανεξίτηλα συμπτώματα σαν του Μόγλη που τον μεγάλωσαν οι λύκοι (όπως να ζαρώνω δίπλα στα καλοριφέρ του σχολείου και να τρίβω ασυναίσθητα το κεφάλι μου στον τοίχο όταν νύσταζα, με αποτέλεσμα να γελάει μαζί μου όλη η τάξη) και εξίσου ανεξίτηλα σημάδια από ιστορικές γρατζουνιές. Μιλάω στις γάτες στο δρόμο σαν τις τρελές γιαγιάδες, μπορεί να μπουκάρω σε ξένη αυλή με κίνδυνο να με περάσουν για διαρρήκτη για να χαϊδέψω την υπέροχη τριχόμπαλα που εντόπισα στο βάθος του κήπου. Μπορώ να φιλήσω ένα μπάσταρδο γατί βουτηγμένο στις λάσπες, την ίδια στιγμή που αν ερχόμουν σε επαφή με τον πιο πλυμένο σκύλο του κόσμου θα έτρεχα να βουτήξω ολόκληρη στο μπεταντίν. Μπορώ να καταπιώ ένα σύννεφο γατότριχας χωρίς να βήξω, αγαπώ τους ψύλλους, το τοξόπλασμα είναι παιδικός μου φίλος. Χρειάζομαι τουλάχιστον μία γάτα στο χώρο που ζω, περίπου όπως χρειάζομαι το πικάπ ή το νες καφέ μου.

Μετά το γάμο, λοιπόν, το μόνο πράγμα που με φρίκαρε ήταν η έλλειψη γάτας. Η Γάτα, εννοείται (η πιο υπέροχη από όλες τις υπέροχες γάτες που είχα ποτέ, υπαίτια για το πιο βαθύ παράσημό μου πάνω από το δεξί γόνατο, με αυτοκρατορικό τσαμπουκά τίγρης –σταματάω το εγκώμιο πριν βαρεθείτε) έμεινε στους γονείς μου. Είχα ψελλίσει την επιθυμία μου να πάρω μία αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο δεδομένου του τέλειου σύμπαντος στο οποίο έχω συνηθίσει τον περίγυρό μου, η ιδέα πήρε τουλάχιστον τις διαστάσεις υιοθεσίας ρινόκερου: που θα μου γρατζουνίσει τα καινούρια έπιπλα, θα μου καταστρέψει τις πανάκριβες κουρτίνες, θα γεμίσει τον τόπο τρίχες, θα με επιβαρύνει με τη φροντίδα της, θα είναι έξοδο, θα με γρατζουνάει και θα πηγαίνω σαν πρεζάκιας με σημάδια στη δουλειά, θα με κολλήσει τοξόπλασμα (που δε γίνεται αν δεν τρώει ωμό κρέας αλλά έχω βαρεθεί να το εξηγώ αυτό στον κόσμο, εξάλλου αν δεν έχω ήδη τοξόπλασμα θα πρόκειται περί θαύματος) και θα κινδυνέψει η μελλοντική εγκυμοσύνη μου, θα φάει το μελλοντικό μωρό μας, που ίσως γεννηθεί και με θανατηφόρα αλλεργία στις γάτες, θα μου καταστρέφει τις διακοπές και τα λοιπά και τα λοιπά. (Επίσης, θα κλάνει φωτιές, θα ληστεύει τράπεζες, θα βιάζει τον περιπτερά, μια μέρα θα λυσσάξει και θα μας κόψει το λαιμό, θα μας πιει το αίμα, θα βάλει φωτιά στην πολυκατοικία και θα μεταναστεύσει στο Μπαγκλαντές).

Έτσι, με χίλιους ανθρώπους να μου τα λένε όλα αυτά σαν άκρως πιθανά σενάρια, παραιτήθηκα από την ιδέα της γάτας. Και επιβίωσα. Για πέντε ολόκληρους μήνες. Το θέμα πήρε σοβαρές διαστάσεις όταν είδα τη Σούκι στο Τρου Μπλαντ να παίρνει τη γάτα της στο κρεβάτι και (μεταξύ μας) κόντεψα να μπήξω τα κλάματα. Την επομένη γούρλωσα τα μάτια μου στο μωρό και του είπα ότι χρειάζομαι μία γάτα. Και το μωρό (που είναι μεν των σκύλων αλλά λατρεύει και τις γάτες, κι επίσης κάνει τα πάντα εύκολα στη ζωή και επιμελείται διαρκώς της επιβίωσής μου) γέλασε όπως γελάει πάντα και μου είπε ότι θα μου πάρει γάτα, σαν να του ζήτησα φουστάνι, και τη βάφτισε εκ των προτέρων, για να μην αλλάξω γνώμη, και σε τρεις μέρες απέκτησα μια υπέροχη μπέμπα Περσίας με χρυσά μάτια, από αυτές που πάντα ήθελα αλλά όλοι μου έλεγαν απαπαπαπά είναι ένας φρικτός τρίχινος μπελάς (αν κι εγώ ανέκαθεν τις έβρισκα μια τεράστια τρίχινη ευτυχία).

Έχω ξανά ρούχα γεμάτα τρίχες, μια τεράστια γρατζουνιά στο μπούτι (σκαρφαλώνει για να μου κλέψει τις χαρτοπετσέτες) και γατοτροφή στο ντουλάπι με τον πουρέ και τις κονσέρβες. Έχω σηκώσει την καλή κουρτίνα για να μην τη χαλάσει τώρα που είναι μικρή και παίζει, το σαλόνι δείχνει κάπως λιγότερο τέλεια από πριν αλλά δε με νοιάζει. Και στον καναπέ τράβηξε μια-δυο κλωστούλες αλλά επίσης δε με νοιάζει, μόνο εγώ τις διακρίνω ούτως ή άλλως. Και είμαι ευτυχισμένη, με την κουρτίνα καραγκιοζ-μπερντέ και το γρατζουνισμένο καναπέ, σαν να συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι ο καναπές ούτως ή άλλως θα γρατζουνιόταν κάποτε, όπως κι εμείς, και δεν έχει νόημα να προσπαθώ να μας κρατήσω ανέπαφους, δεν ξέρω τι σόι στροφή πήρε το μυαλό μου, και σήμερα μου ψιλοχάλασε το φαΐ κι έβαλα τα γέλια, και το μωρό νόμιζε ότι τρελάθηκα, γιατί κανονικά θα έπρεπε να φρικάρω, κι έκατσα κάτω και προσπαθούσα να του εξηγήσω, όλο αυτό απ’ την αρχή, για τα αριστεία μου στο σχολείο και τη γάτα και τις γρατζουνιές στον καναπέ, και μπέρδεψα φυσικά τη γλώσσα μου και είπα κάτι πολύ ακατανόητο, και το μωρό που μιλάει μια φορά στα χίλια χρόνια σοβαρά με σταμάτησε και μου είπε ότι εννοώ ότι μπορώ να είμαι ευτυχισμένη με μία ατελή ζωή, και με άφησε μαλάκα, και του είπα στ’ αστεία γράψ’ το κάπου αυτό γιατί την επόμενη φορά δεν θα θυμάμαι πάλι τι εννοώ, αλλά το μωρό σηκώθηκε και το έγραψε σ’ ένα χαρτάκι και το κόλλησε στο ψυγείο, ήθελα να τον σταματήσω αλλά δε σταματάς το βασιλιά της πόλης σε τέτοιες ιστορικές στιγμές, βασικά θέλαμε μάλλον να ουρλιάξουμε και οι δύο, γιατί σ’ αυτό το σπίτι ξερνάμε αμφότεροι με τα αποφθέγματα και τον Κοέλο (ή όπως προφέρεται) και το γλάρο Ιωνάθαν και όλα τα συναφή βαρύγδουπα περίπου όσο ξερνάμε και με τον Πλιάτσικα, και κοιταχτήκαμε έντρομοι για μια στιγμή, αλλά επειδή το μωρό είναι, όπως είπαμε, ο βασιλιάς της πόλης και λύνει όλα τα προβλήματα, έγραψε «πέος» από κάτω με κεφαλαία γράμματα, κι έτσι αποφασίσαμε σιωπηρά ότι το χαρτάκι μπορεί να μείνει στο ψυγείο.

Από βδομάδα θα πάω τη μικρή για εμβόλια.